κημ-

κημ-
    κἠμ-
    Theocr. in crasi = καὴ ἐμ-

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κημ-" в других словарях:

  • κημ' — κημέ , κημός muzzle masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἠμ — ἐμ , ἐν in epic (proclitic indeclform prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἤμ' — ἐμέ , ἐγώ I at least masc/fem acc 1st sg ἐμά , ἐμός mine neut nom/voc/acc pl ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc/acc dual ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐμέ , ἐμός mine masc voc sg ἐμαί , ἐμός mine fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνοφρυς — υ, ΝΜΑ, και συνόφρυς Α σκυθρωπός, κατσούφης αρχ. αυτός που έχει ενωμένα τα φρύδια στη μέση τού μετώπου, που έχει πυκνά φρύδια («κἤμ ἐκ τῷ ἄντρω σύνοφρυς κόρα ἐχθὲς ἰδοῑσα τὰς δαμάλας», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀφρύς«φρύδι»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»